- εκκρεμώ
- (ε) αμετ.1) быть в состоянии нерешённости, незаконченности;
η υπόθεσίς μου εκκρεμεί από ετών — моё дело тянется годы;
2) быть в неопределённом, неустойчивом положении
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
η υπόθεσίς μου εκκρεμεί από ετών — моё дело тянется годы;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκκρεμώ — ( έω) είμαι εκκρεμής, δεν έχω τελειώσει ακόμη, δεν έχω ρυθμιστεί ή τακτοποιηθεί μέχρι τώρα … Dictionary of Greek
εκκρεμώ — 1. αμτβ., είμαι εκκρεμής. 2. μτφ., δεν έχω πάρει οριστικό τέλος, είμαι ατακτοποίητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)